- δυσπαράγραφος
- δυσπαράγραφοςhard to definemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσπαράγραφος — δυσπαράγραφος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται 2. (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται … Dictionary of Greek
δυσπαράγραφον — δυσπαράγραφος hard to define masc/fem acc sg δυσπαράγραφος hard to define neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek